φουσκωτός

φουσκωτός
-ή, -ό, Ν [φουσκώνω]
1. φουσκωμένος, αυτός που έχει σχήμα φούσκας, κυρτός
2. γεμάτος αέρα
3. φρ. α) «φουσκωτό ψωμί» — ψωμί με προζύμι
β) «φουσκωτή βάρκα»
ναυτ. μικρό πλοιάριο με πλωτήρες γεμάτους αέρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φουσκωτός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχήμα φούσκας, ο φουσκωμένος, ο εξογκωμένος. 2. κυρτός, καμπουρωτός, τουρλωτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανεβατός — ή, ό 1. (άρτος, ψωμί) ένζυμος, φουσκωτός (όχι ανέβατος ή λειψανέβατος) 2. είδος βελονιάς σε κέντημα …   Dictionary of Greek

  • κυρτός — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… …   Dictionary of Greek

  • ογκωτός — ὀγκωτός, ή, όν (Α) [ογκώ] 1. αυξημένος σε όγκο, φουσκωτός («ὀγκωτοῡ τάφου», Ανθ. Παλ.) 2. κατασκευασμένος σε σωρό («ὀγκωτὴ κόνις», επιγρ.) …   Dictionary of Greek

  • ολοφούσκωτος — η, ο εξογκωμένος σε όλη του τη μάζα ή την επιφάνεια, πολύ φουσκωμένος, καταφουσκωμένος («ολοφούσκωτα πανιά», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο)* + φουσκωτός] …   Dictionary of Greek

  • τουρλωτός — ή, ό, Ν [τουρλώνω] 1. φουσκωτός, εξογκωμένος 2. αυτός που προεξέχει. επίρρ... τουρλωτά Ν με τρόπο που να προεξέχει κάτι …   Dictionary of Greek

  • τουρλώνω — και τρουλώνω Ν [τούρλα] 1. συγκεντρώνω υλικά για να σχηματίσω τούρλα, να κάνω σωρό 2. προβάλλω κάτι σαν σφαίρα, κάνω κάτι να προεξέχει σαν σφαίρωμα («γιατί τουρλώνεις έτσι την κοιλιά σου;») 3. (η μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) τουρλωμένος, η, ο… …   Dictionary of Greek

  • αφράτος — η, ο 1. άσπρος και απαλός σαν αφρός, φουσκωτός, απαλός: Ζήτησε να του δώσουν μια αφράτη φραντζόλα. 2. παχουλός κι άσπρος: Η κυρία είχε ένα πολύ αφράτο χέρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυρτός — ή, ό επίρρ. ά 1. για γραμμές, καμπύλος. 2. για σώματα, φουσκωτός, αυτός που καταλήγει εξωτερικά σε προεξέχουσα καμπύλη επιφάνεια. 3. λοξός, πλάγιος. 4. λυγισμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τουρλωτός — ή, ό τουρλωμένος, φουσκωτός, καμπουρωτός: Τουρλωτή κοιλιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”